νηλ(ε)ής

νηλ(ε)ής
νηλ(ε)ής
Grammatical information: adj.
Meaning: `without compassion, pitiless'; also `unescapable, unavoidable' (in νηλεες ἦμαρ a.o.).
Other forms: -εές (ep. poet. Il.); metr. lengthened νηλειής, -ειές (Hes. Th. 770 a. h. Ven. 245 [verse-begin], A. R. 4, 476; Chantraine Gramm. hom. 1, 74 u. 101)
Compounds: As 1. member a.o. in νηλεό-ποινος `punishing pitilessly' (Hes.).
Origin: IE [Indo-European] [???] *n̥-h₁leu̯-es- `pitiless'
Etymology: In the sense of `without pity' from the negation * and ἔλεος (\< *h₁leu̯os, s.v.) or ἐλεέω; as `unescapable' from ἀλέομαι \< *h₂leu̯- (Schulze KZ 29, 262 = Kl. Schr. 375). S. Chantraine Rev. de phil. 56, 289, W. Burkert Zum altgr. Mitleidsbegriff, Diss. Erlangen 1955 (s. Seyffert Gnomon 31,389ff.). -- The PN Νηλεύς (Hom.) is often connected ("the one without pity" as god of death?, s. Fick-Bechtel 430, Schulze Q. 289, Deroy Rev. belge de phil. 36, 1058), but the name is rather Pre-Greek. Quite uncertain hypotheses on pre-gr. origin in Bosshardt 133 and Lombardo Ist. Lomb. 91, 248.
Page in Frisk: 2,

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ποσειδών — I Θεός της ελληνικής μυθολογίας, γιος του Κρόνου και της Ρέας και αδελφός του Δία και του Άδη. Λέγεται, στα νεότερα χρόνια, και Ποσειδώνας. Σύμφωνα με έναν αρχαίο μύθο, κατά τη διανομή του κόσμου μεταξύ των γιων του Κρόνου, δόθηκε στον Π. η… …   Dictionary of Greek

  • λυδηίς — λυδηΐς, ίδος, ἡ (Α) λυδία, λυδική. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λυδ τού Λυδός + κατάλ. ηΐς (πρβλ. βασιλ ηίς, Νηλ ηίς)] …   Dictionary of Greek

  • τραγωδία — Είδος του δραματικού θεάτρου. Η διάκριση μεταξύ των διαφόρων δραματικών ειδών, και η ίδια η έννοια του δράματος, φαίνεται να ξεπεράστηκαν μετά την ανανέωση των αισθητικών ιδεών, που έφτασε στο ακραίο σημείο της στην εποχή του ρομαντισμού·… …   Dictionary of Greek

  • Μένκεν, Χένρι Λιούις — (Henry Lewis Mencken, Βαλτιμόρη 1880 – 1956). Αμερικανός κριτικός. Ξεκίνησε τη δημοσιογραφική του σταδιοδρομία σε πολύ νεαρή ηλικία. Πέρασε στη λογοτεχνία, γράφοντας πρώτα διηγήματα για το περιοδικό Criterion και μετά διευθύνοντας, μαζί με τον… …   Dictionary of Greek

  • Σκόντα, Άλμπιν — (Skoda). Αυστριακός ηθοποιός του θεάτρου και κινηματογράφου (Βιέννη 1909 1961). Έδρασε στη Βιέννη στο Λαϊκό θέατρο από το 1924 ως το 1928, στο Αμβούργο, στην Καινιξβέργη στο Μόναχο, φθάνοντας στο απόγειο της τέχνης του στην περίοδο 1934 1945 όταν …   Dictionary of Greek

  • Χουρμούζιος, Αιμίλιος — (Λεμεσός 1904 – Αθήνα 1973). Κριτικός και δημοσιογράφος. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα στην Κύπρο, όπου ίδρυσε και διηύθυνε το λογοτεχνικό περιοδικό Αβγή. Με τη δημοσιογραφία ασχολήθηκε από το 1927 και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”